- τζερεμές
- ο1) потеря, убыток; 2) никчёмный, пропащий человек; 3) строптивая лошадь; 4) несправедливый штраф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζερεμές — και ντζερεμές, ο, Ν 1. άδικο πρόστιμο 2. ζημία 3. δίστροπο, ατίθασο άλογο 4. άτομο νωθρό και φυγόπονο, τεμπέλης, παράσιτο, μπελάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cereme «πρόστιμο»] … Dictionary of Greek
τζερεμές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. αδικαιολόγητο πρόστιμο ή ζημιά. 2. δύστροπο άλογο. 3. άνθρωπος νωθρός, αχαΐρευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)